- σκρόφα
- η(λ. ιταλ.)1. θηλυκό γουρούνι.2. πόρνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκρόφα — η, Ν 1. μεγάλο θηλυκό γουρούνι, γουρούνα 2. ζωολ. κοινή ονομασία είδους τού ψαριού σκόρπαινα 3. μτφ. α) πόρνη, γυναίκα που ζει από την πορνεία β) συνεκδ. γυναίκα ξεπεσμένη ηθικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofa] … Dictionary of Greek
αγριογουρούνα — η 1. θηλυκός αγριόχοιρος* 2. (υβριστικά για γυναίκες) πρόστυχη, σκρόφα … Dictionary of Greek
παλιοσκρόφα — η (υβριστικά) γυναίκα χωρίς ηθικές αρχές, παλιοβρόμα, παλιογυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + σκρόφα] … Dictionary of Greek
σκροφάκι — το, Ν [σκρόφα] μτφ. πορνίδιο, πουτανίτσα … Dictionary of Greek
σκροφίτσα — η, Ν [σκρόφα] μτφ. πορνίδιο, πουτανίτσα … Dictionary of Greek
σκρόφουλα — η, Ν κοινή ονομασία ασθένειας που προσβάλλει τον λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scrofula < scrofa (πρβλ. σκρόφα)] … Dictionary of Greek
Εχινάδες — Ομάδα μικρών νησιών και βραχονησίδων του Ιονίου πελάγους. Βρίσκονται κοντά στα δυτικά παράλια του νομού Αιτωλοακαρνανίας, ανάμεσα στα ακρωτήρια Σκρόφα και Τουρκοβίγλα. Τα νησιά Δρακονέρα, Μάκρη, Βρόμωνας, Οξειά, Ποντικός, Προβάτι υπάγονται… … Dictionary of Greek
scroafă — SCROÁFĂ, scroafe, s.f. 1. Femela porcului (sau a mistreţului). ♢ expr. S a suit scroafa în copac, se spune despre un parvenit înfumurat. ♢ Compus: scroafă de baltă = pasăre din ordinul picioroangelor, cu pene roşcate, pe alocuri negre (Ardetta… … Dicționar Român
γουρούνα — η 1. το θηλυκό γουρούνι, η σκρόφα. 2. μτφ., χοντρή ή λαίμαργη ή αναίσθητη γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)